Aeolic and Doric (from κῆνος), thence, Alc. 86.
κήνοθεν (Α) κήνοςεπίρρ. εκείθεν, από εκεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνος + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. άλλο-θεν, ένδο-θεν)].
κήνοθεν, adv., daarvandaan.