καιροτηρησία
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
ἡ, Aristeas270.
Greek Monolingual
καιροτηρησία, ἡ (Α)
ο καιροσκοπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -τηρησία (< -τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοπο-τηρησία].