καλαμότομος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ον, A furnished with reeds cut for vine-poles, κτῆμα BGU863.16 (ii A.D.).
Greek Monolingual
καλαμότομος, -ον (Α)
(για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμό-τομος, υλό-τομος].