ισοετής
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοετής, -ές)
ομήλικος, ίσος στα χρόνια
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές
γένος φυτών της τάξης ισοετώδη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές
το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. δεκα-ετής, επτα-ετής].