καιρονομώ

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

καιρονομῶ, -έω (Α)
οδηγώ κατάλληλα κάτι («εἰς τέχνην ὄρνιν ἐκαιρονόμεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -νομῶ (< -νόμος < νέμω), πρβλ. οικο-νομώ, κληρο-νομώ].