καλαΐς
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
Greek Monolingual
καλαΐς, ἡ (Α)
κότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέθηκε με το καλῶ, δηλ. καλαΐς < καλαFίς «αυτή που καλεί, που φωνάζει» (< καλαFός), πρβλ. αρχ. ινδ. ūsā-kala- «κόκορας» (αυτός που λαλάει, που καλεί νωρίς»). Η υποτεθείσα σύνδεση με τα καλ(λ)άινος, κάλ(λ)αϊς, κάλλαιον δεν φαίνεται πιθανή].
Frisk Etymological English
ιδοςGrammatical information: f.
Meaning: hen, as masc. cock? (IG 4, 914, 3; 21; Epid.Va).
Other forms: only acc. -ιδα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: - No etymology. Mostly taken from καλεῖν (Meister Sächs. Ber. 1899, 153f., Dittenberger SIG 998). Acc. to Bechtel Dial. 2, 510f. from *καλαϜίς, f. from *καλαϜός , prop. "the one calling"; cf. Skt. uṣā-kala- "who calls early", cock (s. ἠϊκανός). Fraenkel Glotta 4, 33f. too connects καλαϊς with καλεῖν, but takes the second element as the zero grade (?) of ἀείδειν; i.e. "call-singer"; almost impossible. However, fom καλέω we cannot get *καλα- (as the root ended in -h₁). - Pagliari Arch. glottol. it. 39, 145ff. identifies καλαϊς hen with κάλλαϊς turquoise (and with κάλαϊς τὸ ἱστίον H.) and also καλάϊνος, and κάλλαιον. - Fur. 125 n. connects Lat. gallus.