εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
και καννάβιον / κανάβιον και καννάβιον, τὸ (Α)
η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. δάμαλις - δαμάλι(ον)].