ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
καλωβατῶ, -έω (Α)
βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + -βατῶ (< -βάτης ή -βατος < βαίνω), πρβλ. αερο-βατώ, ουρανο-βατώ].