καλωβατώ

From LSJ
Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

καλωβατῶ, -έω (Α)
βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, «χοντρό σχοινί» + -βατῶ (< -βάτης ή -βατος < βαίνω), πρβλ. αερο-βατώ, ουρανο-βατώ].