ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
κανίσκος, ὁ (AM)(γλώσσα) κάνιστρο, κανίσκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. θολ-ίσκος, στολ-ίσκος)].