Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
καρτάλ(λ)ιον, τὸ (Α)μικρό καλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρταλ(λ)ος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ειδώλ-ιον, κιόν-ιον)].