καρτάλλιον

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

καρτάλ(λ)ιον, τὸ (Α)
μικρό καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρταλ(λ)ος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ειδώλ-ιον, κιόν-ιον)].