καρκινογόνος

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
ιατρ. αυτός που είναι ικανός να προκαλέσει κακοήθη εκφύλιση τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinogenic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -gen-ic (πρβλ. γεν-ικός < γένος), που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- της ρίζας -γεν-].