κατακέφαλος
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
Greek Monolingual
ο (Μ κατακέφαλος, ὁ)
νεοελλ.
κατακεφαλιά
μσν.
αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ-κέφαλος, προ-κέφαλος.