κατηγορητήριο

From LSJ
Revision as of 13:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

το
1. η κατά την έναρξη της δίκης έγγραφή ή και προφορική διατύπωση της κατηγορίας εναντίον του κατηγορουμένου
2. το δικονομικό έγγραφο που περιέχει την πράξη η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ + κατάλ. -τήριο (πρβλ. δωρη-τήριο, πωλη-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. κατηγορητήριον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].