ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
οαπολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceratites < cerat (πρβλ. κέρας, -τος) + ites (πρβλ. -ίτης)].