κερατίτης

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

ο
απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceratites < cerat (πρβλ. κέρας, -τος) + ites (πρβλ. -ίτης)].