κεφαλόβρυση

Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η
κεντρική πηγή απ' όπου ρέει άφθονο νερό, νερομάνα, κεφαλάρι, κεφαλόβρυσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βρυση (< βρύση), πρβλ. κρυσταλλό-βρυση].