κινάση
From LSJ
Greek Monolingual
η
(βιοχ.)
1. ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό ενός άλλου ενζύμου και το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ενζυματική ρύθμιση
2. ένζυμο που καταλύει τη μεταφορά ενός δεσμού, πλούσιου σε ενέργεια, σε έναν δέκτη ενεργοποιώντας τον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kinase < kin- (< kinetic < κινητικός < κινητός < κινῶ) + -ase (< γαλλ. ase κατ' απόσπαση < diastase)].