κεραμοπλάστης

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοπλάστης Medium diacritics: κεραμοπλάστης Low diacritics: κεραμοπλάστης Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: keramoplástēs Transliteration B: keramoplastēs Transliteration C: keramoplastis Beta Code: keramopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμοπλάστης: ὁ, = κεραμεύς, Πάπυρ. Βερολ. 688, 7.

Greek Monolingual

κεραμοπλάστης, ὁ (Α)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσο-πλάστης, μυθο-πλάστης.