κεφαλοκλάστης

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοκλάστης Medium diacritics: κεφαλοκλάστης Low diacritics: κεφαλοκλάστης Capitals: ΚΕΦΑΛΟΚΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kephaloklástēs Transliteration B: kephaloklastēs Transliteration C: kefaloklastis Beta Code: kefalokla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, a surgical instrument, Hermes 38.284.

Greek Monolingual

κεφαλοκλάστης, ο (Α)
επιγρ. χειρουργικό εργαλείο για σπάσιμο κεφαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κλάστης (< κλάστης < κλώ «σπάω»), πρβλ. ανδρο-κλάστης, οστο-κλάστης.