τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Full diacritics: κεφᾰλοκλάστης | Medium diacritics: κεφαλοκλάστης | Low diacritics: κεφαλοκλάστης | Capitals: ΚΕΦΑΛΟΚΛΑΣΤΗΣ |
Transliteration A: kephaloklástēs | Transliteration B: kephaloklastēs | Transliteration C: kefaloklastis | Beta Code: kefalokla/sths |
ου, ὁ, a surgical instrument, Hermes 38.284.
κεφαλοκλάστης, ο (Α)
επιγρ. χειρουργικό εργαλείο για σπάσιμο κεφαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κλάστης (< κλάστης < κλώ «σπάω»), πρβλ. ανδρο-κλάστης, οστο-κλάστης.