κεραυνόπληκτος

Revision as of 13:32, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, = κεραυνοπλήξ (thundersmitten), Phld. Ir. p. 94 W.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κεραυνόπληκτος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόβλητος
νεοελλ.
μτφ. κατάπληκτος, εμβρόντητος («όταν το άκουσα έμεινα κεραυνόπληκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θεό-πληκτος, θηριό-πληκτος].