πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
η
1. μεγάλο κλουβί
2. (κατ' επέκτ.) φυλακή
3. μεγάλο όχημα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για τη μεταφορά συλληφθέντων ή κρατουμένων («χτες το βράδι έβαλαν στην κλούβα όσους νεαρούς βρήκαν στην πλατεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλουβί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, χέρ-α)].