κοινωνιμαίος

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)
πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. -ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. -ιμος και -αῖος), πρβλ. επιστολ-ιμαίος, υποβολ-ιμαίος].