κοιτώνας

From LSJ
Revision as of 13:37, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

ο (AM κοιτών, -ῶνος)
υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
αρχ.
1. τάφος
2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο
3. θησαυροφυλάκιο
4. αποβάθρα
5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῦ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» — ο θαλαμηπόλος
β) «ἐν κοιτῶνι ἐστί» — είναι παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + επίθημα -ών / ῶνος, χαρακτηριστικό ονομάτων που δηλώνουν τόπο (πρβλ. γυναικ-ών, ιππ-ών)].