οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
–ουναυτός που έχει κοιλοποδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πους (< πούς), πρβλ. μεγαλό-πους, ωκύ-πους].