κοιλόπους

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

–ουν
αυτός που έχει κοιλοποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πους (< πούς), πρβλ. μεγαλόπους, ωκύπους].