κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
-ο
κολλαγόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, ζωο-γόνος.