κοινωνιολογία

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η
1. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κοινωνικά φαινόμενα και τους νόμους που τά διέπουν
2. συστηματική μελέτη τών ανθρώπινων ομάδων που ασκούν ένα επάγγελμα, είναι οπαδοί μιας θρησκείας ή ενδιαφέρονται για ένα πολιτιστικό, καλλιτεχνικό ή άλλο φαινόμενο (α. «αγροτική κοινωνιολογία» β. «θρησκευτική κοινωνιολογία» γ. «κοινωνιολογία της λογοτεχνίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologie < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-) + -logie (πρβλ. -λογία < -λογῶ < -λόγος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάννη Α. Σούτζο].