κοιλιοπονώ

Revision as of 13:44, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κοιλιοπονῶ, -έω (Μ)
(για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιο-πονώ, οφθαλμο-πονώ].