κοιλιοπονώ

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

κοιλιοπονῶ, -έω (Μ)
(για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιοπονώ, οφθαλμοπονώ].