Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
το
1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης
2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγό-σκυλο, τεμπελό-σκυλο].