κορακιστί

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκιστί: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον κόρακος, Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

κορακιστί (Α)
επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ-ιστί, ελλην-ιστί)].