κοπρόλιθος

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

ο
1. ιατρ. σύγκριμα κοπρανώδους υλικού που έχει σκληρυνθεί υπερβολικά και ανευρίσκεται στο εσωτερικό του εντέρου ή στα κόπρανα
2. (γεωλ.-παλαιοντ.) απολιθωμένο περίττωμα ζώων προϊστορικών γεωλογικών περιόδων που βρίσκεται μέσα σε πετρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolith < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lith (πρβλ. λίθος)].