κοπρόλιθος
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
Greek Monolingual
ο
1. ιατρ. σύγκριμα κοπρανώδους υλικού που έχει σκληρυνθεί υπερβολικά και ανευρίσκεται στο εσωτερικό του εντέρου ή στα κόπρανα
2. (γεωλ.-παλαιοντ.) απολιθωμένο περίττωμα ζώων προϊστορικών γεωλογικών περιόδων που βρίσκεται μέσα σε πετρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolith < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lith (πρβλ. λίθος)].