κοπρόλιθος

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477

Greek Monolingual

ο
1. ιατρ. σύγκριμα κοπρανώδους υλικού που έχει σκληρυνθεί υπερβολικά και ανευρίσκεται στο εσωτερικό του εντέρου ή στα κόπρανα
2. (γεωλ.-παλαιοντ.) απολιθωμένο περίττωμα ζώων προϊστορικών γεωλογικών περιόδων που βρίσκεται μέσα σε πετρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolith < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lith (πρβλ. λίθος)].