κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
τοκόρακας μικρός στην ηλικία, μικρό κοράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -πουλο (< λατ. pullus), πρβλ. κοτό-πουλο, πριγκιπό-πουλο].