ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
ηπλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν το κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίσ-τρα, χωρίσ-τρα)].