κοτσίδα

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

η
1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών
2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή του -τ(τ)ι- σε -τσι- (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα].