κολποσκοπία

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

και κολποσκόπηση, η
ιατρ. εξέταση του τραχήλου της μήτρας με τη βοήθεια συσκευής που διαθέτει φωτεινή πηγή και μεγεθυντικό οπτικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colposcopie < colpo- (< κόλπος) + -scopie (< -σκοπία < -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον λόγιο τ. κολποσκόπησις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σπυρ. Ζαγκαρόλα].