κολποσκοπία
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Greek Monolingual
και κολποσκόπηση, η
ιατρ. εξέταση του τραχήλου της μήτρας με τη βοήθεια συσκευής που διαθέτει φωτεινή πηγή και μεγεθυντικό οπτικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colposcopie < colpo- (< κόλπος) + -scopie (< -σκοπία < -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι). Η λ., στον λόγιο τ. κολποσκόπησις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σπυρ. Ζαγκαρόλα].