κρηπιδαῖον

From LSJ
Revision as of 13:57, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηπῑδαῖον Medium diacritics: κρηπιδαῖον Low diacritics: κρηπιδαίον Capitals: ΚΡΗΠΙΔΑΙΟΝ
Transliteration A: krēpidaîon Transliteration B: krēpidaion Transliteration C: kripidaion Beta Code: krhpidai=on

English (LSJ)

τό, A basement of a house, Lys.Fr.185 S.:—also κρηπῑδ-ειον, IG14.915 (Ostia).

Greek (Liddell-Scott)

κρηπῑδαῖον: τό, ἡ κρηπίς, τὰ θεμέλια οἰκίας, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζʹ, 120· κρηπίδειον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5997.

Greek Monolingual

κρηπιδαῖον και επιγρ. κρηπίδειον, τὸ (Α)
η κρηπίδα, τα θεμέλια σπιτιού («τοῦ γείσου συντετελεσμένου καὶ τοῦ κρηπιδαίου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + κατάλ. -αῖον (πρβλ. καλαμ-αίον, λιμν-αίον)].

Russian (Dvoretsky)

κρηπῑδαῖον: τό основание дома Lys.