Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
-α, -ικοκουτσοπόδης, κουτσός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -πόδης (< πόδι), πρβλ. μακρο-πόδης, στραβο-πόδης].