κρανιογραφία

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

η ανθρωπολ.
γραφική αναπαράσταση της μορφής του κρανίου με τις σχέσεις τών γωνιών του και τών ανθρωπομετρικών του σημείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniographie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -graphie (< λατ. -graphia < -γραφία < -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].