κροκύδωση

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κροκίδωση, η
χημ. ο διαχωρισμός σε δύο φάσεις ενός κολλοειδούς συστήματος ή ενός διαλύματος πολυμερούς υλικού ο οποίος συντελείται ως αποτέλεσμα φυσικών ή χημικών επιδράσεων, αλλ. θρόμβωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coagulation < λατ. coagulatio «πήξη»].