κυτταρολογία

From LSJ
Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

η
βιολ. η κυτταρική βιολογία (βλ. κυτταρικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενους ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytologie < cyto- (βλ. κυτταρο-) + -logie < μσν. αγγλ. -logie < αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στην εφημερίδα Κλειώ.