κυτταρολογία
From LSJ
η
βιολ. η κυτταρική βιολογία (βλ. κυτταρικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενους ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytologie < cyto- (βλ. κυτταρο-) + -logie < μσν. αγγλ. -logie < αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στην εφημερίδα Κλειώ.