Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
-ές
ο προσφιλής, ο αγαπητός στον λαό, δημοφιλής («λαοφιλής κυβερνήτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].