λαμπροφαής

Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές,

A bright-beaming, Orph.H.78.2, Man.4.53, Cat.Cod. Astr. 1.173.

German (Pape)

[Seite 13] ές, hellglänzend, Man. 4, 53.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροφαής: -ές, λάμπων, ἀκτινοβολῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 2, Μανέθων 4. 53.

Greek Monolingual

λαμπροφαής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φαής (< φάος, τὸ «φως») πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].