λαμπροφαής
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
λαμπροφαές,
A bright-beaming, Orph.H.78.2, Man.4.53, Cat.Cod. Astr. 1.173.
German (Pape)
[Seite 13] ές, hellglänzend, Man. 4, 53.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροφαής: -ές, λάμπων, ἀκτινοβολῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 2, Μανέθων 4. 53.
Greek Monolingual
λαμπροφαής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φαής (< φάος, τὸ «φως») πρβλ. λευκοφαής, χρυσοφαής].