λεκάνειος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
-α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεκάνη τών σπονδυλωτών ζώων («λεκάνεια άρθρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pelvic < αγγλ. pelvis «λεκάνη»].