λευκοσίδηρος

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62

Greek Monolingual

ο
λεπτό έλασμα από μαλακό χάλυβα, καλυμμένο με στρώμα κασσιτέρου, κν. τενεκές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fer blanc. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].