τενεκές
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Greek Monolingual
και ντενεκές, ο, Ν
1. λευκοσίδηρος
2. δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο
3. μτφ. (για πρόσ.) (με υβριστική σημ.) τιποτένιος, μηδαμινός («είναι τενεκές ξεγάνωτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke].