ᾰκος, ὁ, A hungry flatterer, ib.1074.
λῑμοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, πειναλέος κόλαξ, Κωμ. Ἀνώνυμ. (270) ἐν τοῖς Α. Β. 50.
λιμοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)πειναλέος κόλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κόλαξ (πρβλ. δημο-κόλαξ, μουσο-κόλαξ)].