σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
οτυπογράφος που εργάζεται σε λινοτυπική μηχανή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτο-τύπης, χαλκο-τύπης.