λινοτύπης

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

ο
τυπογράφος που εργάζεται σε λινοτυπική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτο-τύπης, χαλκο-τύπης.